ελέγχομαι

ελέγχομαι
ελέγχομαι, ελέγχθηκα και ελέγχτηκα, ελεγμένος βλ. πίν. 32

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐλέγχομαι — ἐλέγχω disgrace pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθετώ — λογοθετῶ, έω (AM) [λογοθέτης] 1. καλώ κάποιον σε λογαριασμό 2. παθ. λογοθετοῡμαι καλούμαι να δώσω λογαριασμό, ελέγχομαι μσν. ασκώ το αξίωμα τού λογοθέτη αρχ. τηρώ λογαριασμούς …   Dictionary of Greek

  • μαστιγονομούμαι — μαστιγονομοῡμαι, έομαι (Α) [μαστιγoνόμος] κυβερνώμαι, ελέγχομαι, διοικούμαι με τη μάστιγα, όπως οι δούλοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”